καράνου

καράνου
καρά̱νου , κάρανον
neut gen sg
καρά̱νου , κάρανος
a chief
masc gen sg
καρά̱νου , κάρηνον
head
neut gen sg (doric)
καρά̱νου , καρανόω
achieve
pres imperat act 2nd sg
καρά̱νου , καρανόω
achieve
imperf ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Καρανοῦ — Καρανός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καρανοῦ — καρᾱνοῦ , καρανόω achieve pres imperat mp 2nd sg καρᾱνοῦ , καρανόω achieve imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) καρανώ goat fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καράνου — Κάρανος a chief masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιος Δημήτριος — I Ονομασία 31 οικισμών. 1. Πόλη (65.173 κάτ.) στην περιφέρεια της πρωτεύουσας, γνωστή και ως Μπραχάμι. Βρίσκεται στα νοτιοανατολικά της Αθήνας, σε απόσταση 5 χλμ. Αποτελεί τον ομώνυμο δήμο της νομαρχίας Αθηνών. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 230 μ …   Dictionary of Greek

  • Κλεοδαίος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν εγγονός του Ηρακλή, γιος του Ύλλου και πατέρας του Τημένη και της Λεωνάσσας. Επειδή η κόρη του, Λεώνασσα, ήταν σύζυγος του Νεοπτόλεμου, τον θεωρούσαν πρόγονο του Πύρρου, βασιλιά της Ηπείρου. Θεωρείται επίσης πρόγονος του… …   Dictionary of Greek

  • Μουσούρων, δήμος — Νέος δήμος του νομού Χανίων, που συστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τις πρώην κοινότητες Αλικιανού, Βατολάκκου, Καράνου, Κουφού, Λάκκων, Μεσκλών, Ορθουνίου, Πρασέ, Σέμπρωνα, Σκινέ, Φουρνέ και Ψαθογιάννου, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”